Μου τα πρόφτασαν χθες, τα παιδιά της γειτονιάς.
΄Ωρα 6 το απόγευμα και ήδη επέστρεφαν στα σπίτια τους. Τουρτούριζαν από το κρύο,
πού τόπος για να παίξουν... ΄Ολα παγωμένα και υγρά...
Η μπάλα παραμάσχαλα, έδειχνε λυπημένη.
Την είδανε, λέει, την είδανε!
΄Ηταν πεσμένη καταγής κι έκλαιγε.
Κοντά της, έστεκε ένας πελαργός και την παρηγορούσε.
Την πλησίασαν, της μίλησαν, μα εκείνη δεν αποκρίθηκε. Μόνο έκλαιγε...
΄Εκλαιγε και βαστούσε το ματωμένο της γόνατο.
Στα χρυσά μαλλιά, είχε πλέξει κοτσιδάκια με γαλάζιες πεταλούδες...
Και στο μακρύ, αέρινο φόρεμα, είχε κεντήσει ανθάκια πασχαλιάς...
΄Εναν ολόκληρο χρόνο, το κένταγε...
΄Εναν ολόκληρο χρόνο το στόλιζε με κεντίδια, για να το φορέσει σαν έρθει η ώρα...
Τώρα έδειχνε θλιβερό, βρώμικο και σκισμένο....
Κάθε που έριχνε το βλέμμα στο φουστάνι της, το κλάμα γινόταν σπαραγμός....
"Θα γίνει καλά και θα΄ρθει!", έτσι μου΄παν, μ΄ ένα στόμα τα παιδιά.
"Θα γιάνει το γόνατο και θ΄αρχίσει πάλι να περπατά...
Θα περάσει από τις κοιλάδες, τα χωράφια, τις αυλές...
Θα τρέχει και θα σκορπάει γέννες, χρώματα κι ευωδιές...
Θα γίνει καλά και θα΄ρθει!
Μόνο, να γιάνει το γόνατο..."
΄Ανοιξή μου, αργείς;
Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα
"Αννιώ"