Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

" Μυρτώ "


Την έλεγαν Δέσποινα.

΄Ηταν κοντούλα και λεπτοκαμωμένη.

Στα μαλλιά της ξάπλωνε η νύχτα κι είχε μια ελιά ψηλά στο μάγουλο που θύμιζε την Τζένη

Καρέζη. Μαζί της μοιράστηκα το θρανίο, το παιχνίδι και τα παιδιάστικα μυστικά μου.

Το σπίτι της, λίγο πιο πέρα απ΄το δικό μου.

Με μια ματιά, έβλεπες τη φτώχεια που στέγαζε.

Ο πατέρας της μεροκαματιάρης κι η μάνα  στο σπίτι, να φροντίζει εκείνη, τον μικρούλη

αδερφό της, και την ανήμπορη γιαγιά.


Πολλά απογεύματα, περνούσα στο δωμάτιο της Δέσποινας.

Τρία ντιβάνια, μια σόμπα, ένα ξύλινο τραπέζι, δυο καρέκλες και μια μεγάλη κουρελού στο

πάτωμα. Στους λευκούς τοίχους, μια εικόνα της Παναγιάς της βρεφοκρατούσας, ένα

κεντημένο κάδρο που είχε ένα κορίτσι με τα χέρια σε στάση προσευχής κι ένας πίνακας

με δυο κυνηγούς που κρατούσαν τα όπλα κι είχαν δίπλα τα σκυλιά τους.

Καθόμασταν στο ντιβάνι της και βολεύαμε πίσω απ΄την πλάτη κάτι πλεχτές μαξιλάρες από

χοντρό μαλλί που είχαν όλα τα χρώματα της γης.

΄Ολα τα απομεινάρια από μαλλί, η μάνα της τα΄φτιαχνε μαξιλάρες.

Εκεί παίζαμε συνήθως τις "νοικοκυρές".

Απλώναμε τα πλαστικά σερβίτσια και μαγειρεύαμε πάντα μεγαλοπρεπή Κυριακάτικα

γεύματα. Φτιάχναμε τις πιο νόστιμες τούρτες, κερνούσαμε η μία την άλλη και στο τέλος

πίναμε καφέ για τη χώνεψη. ΄Οταν η γιαγιά στο αντικρυστό ντιβάνι το΄ριχνε στον ύπνο

βρίσκαμε την ευκαιρία και γυρνούσαμε το φλυτζάνι!

Με πνιχτά γελάκια και σπουδαίες αποκαλύψεις απ΄τα δήθεν κατακάθια του καφέ

ολοκληρώνονταν  το παιχνίδι μας. Στην καληνύχτα δίναμε ραντεβού για την επομένη...

"Καληνύχτα Τζένη" της έλεγα πότε-πότε κι εκείνη κολακεύονταν, κοκκίνιζε ως τα αυτιά

και κρυφοχαμογελούσε.


Στο σχολειό αχώριστες.

Μαζί στο θρανίο, μαζί στα διαλείμματα, στον εκκλησιασμό και τις εκδρομές.

Μοιραζόμασταν αγωνίες κι όνειρα.

Μοιραζόμασταν γέλια και χαρές.


Την ημέρα που μου εκμυστηρεύτηκε πως οι γονείς της αποφάσισαν να γυρίσουν στο

χωριό, δεν πρόκειται να την ξεχάσω. Οι λυγμοί τράνταζαν το κορμάκι της όταν μου

έλεγε πως, "Δύσκολα τα βγάζουν πέρα'".."Δεν τους σηκώνει η πόλη"..λόγια που είχε

συγκρατήσει από τις κουβέντες τους...και πως μέχρι να τελειώσει η σχολική χρονιά, θα

φιλοξενούνταν από ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα για να μπορέσει να βγάλει την τάξη και να

πάρει το απολυτήριο του Δημοτικού.



Δεν έβρισκα λέξεις για να την παρηγορήσω.

 Ήταν λίγες οι λέξεις που γνώριζα στα 11. Δεν έφταναν!

΄Εκλαιγα μαζί της και την αγκάλιαζα σφιχτά.  Μόνο έκλαιγα.

Κι εκείνη, είχε χωθεί στην αγκαλιά μου κι έκλαιγε. ΄Εκλαιγε και μ΄ αγκάλιαζε σφιχτά.


Οι εβδομάδες που ακολούθησαν ήταν πολύ δύσκολες.

Η Δέσποινα ήταν αγέλαστη κι ανόρεχτη. Την έβλεπα να μικραίνει, να γίνεται σκιά

του εαυτού της κι ήταν σαν να είχε φύγει η νύχτα απ΄τα μαλλιά κι είχε ξαπλώσει στην

ψυχή της. Όποια προσπάθεια κι αν έκανα δεν είχε αποτέλεσμα.

Μια μέρα τη ρώτησα αν επιτρέπεται να την επισκεφτώ,μου έγνεψε θετικά, μα πάλι

θλιμμένα. Της υποσχέθηκα πως θα πήγαινα απόγευμα  του Σαββάτου.


-Θέλω να της πάρω ένα δώρο, είπα στη μάνα μου.

-Τι να της πάρεις? Τι σκέφτεσαι?

-Δεν ξέρω...κάτι να χαρεί.

Η μάνα μου γύρισε από τα ψώνια κι είχε φροντίσει ν΄αγοράσει μια κολώνια " Μυρτώ".

Είχε λουλουδάτο  χάρτινο περιτύλιγμα και μια σγουρή λευκή κορδέλα.

Χάρηκα πολύ κι ήμουν σίγουρη πως θα χαρεί κι η Δέσποινα.



Σάββατο απόγευμα και χτυπούσα το κουδούνι της σιδερένιας πόρτας του ιδρύματος.

Μια κυρία με υποδέχτηκε και αφού της εξήγησα, με οδήγησε στον θάλαμο που βρίσκονταν

η φίλη μου. Μια μακρόστενη αίθουσα με 8 όμοια κρεβάτια στη σειρά.

 Όλα στρωμένα με καφέ μάλλινες κουβέρτες και μικρές εικονίτσες στο προσκέφαλο.

Θυμάμαι πως οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με λαδομπογιά.

 Ένα  ανοιχτό γκρί, ήταν το χρώμα τους.

 Ένα σχεδόν λερωμένο λευκό, δηλαδή.

 Ένα αδιάφορο χρώμα, ουσιαστικά.

Ούτε μια πολύχρωμη μαξιλάρα δεν υπήρχε στο χώρο,να δώσει λίγη χαρά...


Η κυρία που με συνόδευσε έφυγε, κάθισα δίπλα στην Δέσποινα και της πρόσφερα το

δώρο μου.  Το ξετύλιγε προσεκτικά κι όταν κατάλαβε πως ήταν κολώνια έντρομη

με κοίταξε και μου είπε :

" Όχι! ΄Οχι! Απαγορεύεται! Δεν μας επιτρέπουν να έχουμε κολώνιες!"

Πόσο ντράπηκα...


Θυμάμαι πως εκείνο το απόγευμα δεν κυλούσε με παιχνίδια και πειράγματα όπως είχαμε

συνηθίσει. Μια παγωμάρα υπήρχε στην αίθουσα.

Μια ανοιχτόχρωμη γκρι παγωμάρα.

" Δεν μου αρέσει εδώ. Δεν αντέχω." μου είπε κι όλο έκλαιγε...


Γύρισα σπίτι κουβαλώντας ένα λυγμό στο λαιμό. Τα έβαλα με τη μάνα μου...

"Δεν επιτρέπονται οι κολώνιες! Θα΄πρεπε να το ξέρεις!"

" Που να το ξέρω, βρε κορίτσι μου..."

Έτρεξα στο κρεβάτι μου κι απελευθέρωσα το λυγμό που μου στερούσε το οξυγόνο...


Η Δέσποινα δεν πήρε το απολυτήριο του Δημοτικού.

Είχε διακόψει πολύ πριν, το σχολείο.

Από τις κουβέντες των μεγάλων άκουσα πως την πήραν πίσω στο χωριό.

Δεν άντεχε, αρρώστησε, μισή είχε μείνει...

Δεν έμαθα τίποτα άλλο.

 Έχασα τη συμμαθήτρια, τη φίλη, τη γειτόνισσα  και μου στοίχισε πολύ.


Την ιστορία με την παιδική μου φίλη την θυμήθηκα προχθές, όταν είδα στο ράφι του

Super-market να φιγουράρει η "Μυρτώ", σε νέα συσκευασία.

Στάθηκα ένα λεπτό και χάθηκα στις σκέψεις.


Είναι κάτι μνήμες που ξεπηδούν, ενώ ποζάρουν σ΄ ένα ράφι του Super-market.

Eίναι κάτι μνήμες που μοσχοβολούν λεμόνι, έχουν τη νύχτα στα μαλλιά και μια ελιά ψηλά

στο μάγουλο που θυμίζει την Τζένη Καρέζη.







                                                         
                            *Δέσποινα, αν είσαι κάπου εκεί έξω, θέλω να είσαι καλά!





                                                                                                                "Αννιώ"




Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Σαν αστραπή...


"...Φεγγάρια μου παλιά, καινούρια μου πουλιά

    διώχτε τον ήλιο και τη μέρα απ΄το βουνό

    για να με δείτε να περνώ, σαν αστραπή στον ουρανό.."

Η μελωδία του έχει ριζώσει μέσα μου κι οι στίχοι του σκαλώνουν στη γλώσσα μου

διαρκώς. Το παθαίνω αυτό κατά καιρούς με διάφορα τραγούδια, άγνωστο γιατί.


Απέχω από τον ψηφιακό κόσμο τελευταία και σίγουρα θα μου έχεις βάλει απουσία.

Με το δίκιο σου!

Κι όταν περνάει έτσι ο καιρός, συσσωρεύονται τόσα που θέλω να σου πω και δεν ξέρω

από που ν΄αρχίσω και που να καταλήξω. Δεν είναι λίγες οι φορές που όλο αυτό

λειτουργεί ανασταλτικά και δεν παίρνω  την  απόφαση να καθίσω μπροστά στο

πληκτρολόγιο. Σήμερα είπα να κάνω μια προσπάθεια κι ότι βγει...


Πέρασαν πολλές μέρες από τότε που έχω να σ΄ ανταμώσω.

Κάποιες ήταν μέρες αγωνίας, φόβου και σκοτεινών σκέψεων αλλά υπήρξαν κι άλλες,

που είχαν πάρει από το χέρι τη χαρά κι έβγαιναν για σεργιάνι.

Σ΄ αυτές, τις φωτεινές μέρες θα σταθώ. Αυτές αξίζει να μοιραστώ και να θυμάμαι...


Θα σου πω για μια Τετάρτη.

Τελευταία μέρα στο σχολειό και το καλοκαίρι είχε κατοικήσει στο βλέμμα των παιδιών.

Η κόρη μου κρατούσε το ενδεικτικό της Ε' με περηφάνια κι αφού προμηθεύτηκε με

τα απαραίτητα, έτρεξε στο πάρκο να συναντήσει τους συμμαθητές της για το μπουγέλο

της χρονιάς. Μια Τετάρτη, που έμεινα πίσω στο σπίτι κι άκουγα από την ανοιχτή

μπαλκονόπορτα τις φωνές, τον ενθουσιασμό και  τις τσιρίδες χαράς, όση ώρα γίνονταν

μούσκεμα... Εκείνη ακριβώς τη μέρα, ψήλωσα 2 μέτρα όταν η δασκάλα της ανακοίνωσε

πως θα είναι υποψήφια για τη σημαία την επόμενη χρονιά!

Κι ενώ εκείνη έτρεχε και γίνονταν μουσκίδι, η συγκίνηση είχε ποτίσει κάθε μου κύτταρο

κι είχε ρίξει ένα υγρό παραπέτασμα στα μάτια μου...

Ξεχωριστή Τετάρτη... Υγρή.  Μεθυσμένη από  χαρά και περηφάνια...



Θα σταθώ σε μια Παρασκευή που η ώρα δεν έλεγε να περάσει και να΄ρθει το απόγευμα.

Ανυπομονούσα να ξαναδώ τον πατέρα μου όρθιο κι όχι καθηλωμένο στο κρεβάτι του

νοσοκομείου με  σακουλάκια και σωληνάκια στο  σώμα του. Όρθιο.

Κι ήρθε το απόγευμα... Κι εκείνος ήταν όρθιος..

...κι είχε γύρω όλα του τα εγγόνια... κι είχε φύγει το μεγάλο σύννεφο από τα μάτια του.

Κι απ΄τα δικά μου...

Λυτρωτική Παρασκευή, που είχε τυλίξει μ΄ένα σάλι ανακούφισης τους ώμους.



Θα σου μιλήσω για μια κίτρινη Δευτέρα.

Κίτρινη σαν το χρώμα του εκσκαφέα που κατεδάφιζε το παράσπιτο, δίπλα από το

σπίτι μας. Το θερμόμετρο κοντά στους 33, η σκόνη και το χώμα έκαναν την ατμόσφαιρα

αποπνικτική. Πουλιά κι έντομα πετούσαν μακρυά από την τρομάρα τους. Όσο μεσημέριαζε

 κι ο ήλιος θαρρείς πως έλιωνε από την ίδια του τη ζέστη, η ανησυχία μου μεγάλωνε

για τις γατούλες που φροντίζουμε.

΄Ημουν σίγουρη  πως εκεί, είχαν γεννήσει τα μικρά τους.

Τις έβλεπα μέσα από το τζάμι να παρακολουθούν σαστισμένες το πελώριο μηχάνημα

που γκρέμιζε και μούγκριζε σαν θηρίο. Ανήμπορη, βούλιαζα στην αγωνία..

Το ίδιο απόγευμα αντικρίσαμε αυτό το θέαμα!





Τα είχαν καταφέρει!

Αυτά τα πανέξυπνα πλάσματα είχαν σώσει τα μωρά τους!

Απερίγραπτη η χαρά μας...

Δέκα ψιψικούνια  και οι μανούλες τους ένιωσαν ασφάλεια και φώλιασαν σε μια

παλέτα που βρίσκεται στον ακάλυπτο, ακριβώς κάτω από το μπαλκόνι μας!

Η μικρή ανέλαβε υπηρεσίες παροχής τροφής και νερού κι όλοι οι ένοικοι

καλοδέχτηκαν τα γατάκια.

Τελικά εκείνη η κατακίτρινη Δευτέρα, έσταξε γλύκα μέσα μας...



Πέρασαν κι άλλες μέρες κι άλλες νύχτες...

Μερικές ήταν σχεδόν σιωπηλές κι έμοιαζαν να επαναλαμβάνονται.

΄Αλλες πάλι πιο ενδιαφέρουσες όπως εκείνη η Τρίτη που καθίσαμε στη

λουλουδιασμένη βεράντα μας παρέα με τον Κανέλλο, νωρίς το απόγευμα και πήγαμε

για ύπνο περασμένες μία..

Κουβεντολόι, παλιές θύμησες, ατέλειωτες ερωτήσεις της μικρής κι ο χρόνος ήταν

σαν να γλίστρησε στα νερά δίπλα από τη γλάστρα του βασιλικού...

Με κάθε λέξη, κάθε μοίρασμα, κάθε όνειρο, κάθε αγωνία, με κάθε ευχή, βύζαινε η

σχέση μας,ενώ η νύχτα κεντούσε και μας σκέπαζε με το δροσερό της σεντόνι...






Κι ήρθαν και κάποιες νύχτες που κατάφερα να αποκτήσουμε τα μαγικά χαρτάκια!

Εισιτήρια για θεάματα ξεχωριστά!

΄Ενας αγώνας με την Εθνική Βόλεϊ και την Κινεζική Τάι Πέι...

Σε μια κερκίδα με πάθος και παλμό!




Μια ξεκαρδιστική μουσική κωμωδία με την υπογραφή της Ρουγγέρη  στο θερινό θεατράκι..



Και τέλος μια συγκινητική ιστορία αγάπης από τα κρατικά μπαλέτα της Μόσχας και την

μουσική του Τσαϊκόφσκι. Μαγεία!





Ίσως να βαρέθηκες με τόσα που σου είπα...

Ήταν να μην το πάρω απόφαση να στρωθώ να κάνω ανάρτηση, μ΄έπιασε φλυαρία.

Μη φύγεις ακόμη...

Για το τέλος σου΄χω φυλάξει μια Κυριακή.

Μια Κυριακή που΄ χει στιγμές από παραμύθι. Δεν υπερβάλλω...

Δεν είναι και τόσο κοινό το θέαμα που θ΄αντικρίσεις.

Δεν βλέπεις καθημερινά ζαρκάδια και παιδιά δίπλα-δίπλα...






Σε μια μεγάλη καταπράσινη έκταση που βρίσκεται η Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος

στο χωριό ΄Αγιος Δημήτριος Κοζάνης, άνθρωποι και ζαρκάδια κάνουν παρέα!





Τα ζαρκάδια κυκλοφορούν ανάμεσα στους ανθρώπους δίχως να φοβούνται.

Μπορείς να τα ταϊσεις και να τα αγγίξεις.






Φιλικά, ήσυχα, πανέμορφα πλάσματα...

 Έφαγαν μέσα από το χέρι μας φέτες ψωμί και κόψαμε τα ψηλά φύλλα που εκείνα δεν

φτάνουν από τα γύρω δέντρα... Δώσαμε υπόσχεση να τα επισκεφτούμε ξανά!

Παραμυθένια Κυριακή! Αξέχαστη σε μικρούς και μεγάλους!








Όση ώρα σου εξιστορώ κάποιες από τις μέρες μας, μέσα μου δεν έχει πάψει η μελωδία

από το "Αστέρι του Βοριά"...

Σκέφτηκα να σου το αφιερώσω κι όπως λέει ο στίχος του "σαν αστραπή στον ουρανό" ,

(γιατί κάπως έτσι πέρασα από εδώ μετά από τόσο καιρό) πάλι έτσι να φύγω

σαν αστραπή...

Μην ξεχνάς να σε προσέχεις και να ζεις το καλοκαίρι  με όλες σου τις αισθήσεις!




                                                                                                         Φιλιά
                                                                                                        "Αννιώ"